μπατάλικος

μπατάλικος
-η, -ο
ο μπατάλης (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπατάλικος — η, ο [μπατάλης] μπατάλης …   Dictionary of Greek

  • ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… …   Dictionary of Greek

  • batal — BATÁL1, batali, s.m. Berbec castrat în vederea îmbunătăţirii calităţii cărnii şi a lânii. – cf. tc. battal netrebnic . Trimis de paula, 05.04.2002. Sursa: DEX 98  BATÁL2, batale, s.n. Groapă de depozitare a ţiţeiului, a noroiului rezultat prin… …   Dicționar Român

  • χαχόλικος — η, ο αυτός που αρμόζει σε χαχόλους, μεγαλόσωμος, άχαρος, μπατάλικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”